υποκυμαίνω

υποκυμαίνω
ΜΑ
κυματίζω ελαφρά («καὶ ποταμὸς... ὑποκυμαίνων», Μάρκ Ευγεν.)
αρχ.
μτφ. ταράζω ελαφρά, ζαλίζω («ἔρως και οἶνος αὐτοῡ τὸν νοῡν ὑπεκύμαινον», Ρητ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κυμαίνω «κυματίζω, κινούμαι όπως το κύμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”